- κυρτῆς
- κυρτεύςone that fishes with themasc nom plκυρτεύςone that fishes with themasc nom/voc plκυρτόςbulgingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… … Dictionary of Greek
πάπυροι μαθηματικού — Μαθηματικά έργα της αρχαίας Αιγύπτου, που διασώθηκαν. Χρονολογούνται από την περίοδο της Μεσοβασιλείας (21ος αι. 18ος αι. π.Χ.). Οι περιφημότεροι π.μ. είναι ο πάπυρος Rhind (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο) και ο πάπυρος Μόσχας (Μουσείο Καλών Τεχνών Α … Dictionary of Greek
συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… … Dictionary of Greek